- εφιστάνω
- ἐφιστάνω (Α)1. μτγν. τ. τού ἐφίστημι*2. σταματώ3. (με δοτ.) προσέχω, επιμελούμαι, φροντίζω για κάτι4. βλέπω, θεωρώ προσεκτικά5. (για σχολιαστές) σημειώνω κάτι6. (με δοτ.) προσβάλλω, εφορμώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱστάνω, μτγν. τ. τού ἵστημι].
Dictionary of Greek. 2013.